Ποια είναι η ασφαλιστική διείσδυση στην εγχώρια μεταποίηση; Πώς συμπεριφέρθηκαν μεγάλες μεταποιητικές επιχειρήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, σε σχέση με τις ασφαλιστικές τους καλύψεις; Το Plant εξετάζει ένα κρίσιμο, αλλά πολλές φορές υποτιμημένο ζήτημα από τις επιχειρήσεις.

Γράφει ο Στέφανος Κοτζαμάνης

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 2013, όταν μετά από πυρκαγιά καταστράφηκε η μονάδα γιαουρτιού της γαλακτοβιομηχανίας ΚΡΙ ΚΡΙ στο νομό Σερρών. Η αγωνία για την «επόμενη μέρα» ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τόσο του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας Παναγιώτη Τσινάβου, όσο επίσης και των εργαζομένων, των συνεργαζόμενων γαλακτοπαραγωγών, της τοπικής κοινωνίας, αλλά και των χιλιάδων μετόχων μειοψηφίας, καθώς η ΚΡΙ ΚΡΙ είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Το εργοστάσιο ήταν ασφαλισμένο, οι ασφαλιστικές εταιρείες κάλυψαν τη ζημιά και η εταιρεία, εξασφαλίζοντας τη σχετική χρηματοδότηση προχώρησε στη δημιουργία μιας ακόμη πιο μεγάλης και σύγχρονης μονάδας.

Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα εμφανή: Κατά την περίοδο 2015-2019 ο κύκλος εργασιών της ΚΡΙ ΚΡΙ Α.Ε. εκτινάχθηκε από τα 67 στα 113 εκατ. ευρώ (το 36% αποτελούσε εξαγωγές), τα λειτουργικά της κέρδη (EBITDA) από τα 7,3 στα 21,1 εκατ. και τα προ φόρων αποτελέσματά της από τα +4,3 εκατ. στα +17,6 εκατ. ευρώ!

Ανάλογη καταστροφή συνέβη και την πρωτομαγιά του 2018 στο εργοστάσιο της Sunlight στην Ξάνθη, με τη γνωστή εταιρεία του Ομίλου Γερμανός να χρηματοδοτείται σε χρόνο ρεκόρ από τις ασφαλιστικές εταιρείες με 68 εκατ. ευρώ (μια από τις μεγαλύτερες αποζημιώσεις στην Ευρώπη). Χρησιμοποιώντας αυτά, αλλά και επιπλέον κεφάλαια, η Sunlight κατάφερε να αυξήσει την παραγωγική δυναμικότητα της μονάδας παραγωγής μπαταριών, να την καταστήσει την περισσότερο σύγχρονη στην αγορά και να δημιουργήσει επιπλέον διακόσιες θέσεις εργασίας.

Για να απεικονιστεί καλύτερα η κοινωνική διάσταση του θέματος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Sunlight απασχολεί περίπου το 8% των θέσεων εργασίας του νομού Ξάνθης. Επιπλέον, ανακουφίστηκε και ο μεγάλος αριθμός των ομολογιούχων της Sunlight, καθώς το ομόλογο της εταιρείας διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. «Επιχειρηματική συνέχεια χωρίς ασφάλιση δεν μπορεί να υπάρξει. Oι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να αποτελούν μακροπρόθεσμους συνεργάτες των επιχειρήσεων» είχαν δηλώσει εκείνη την εποχή τα στελέχη της διοίκησης της Sunlight.

Οι περιπτώσεις των ΚΡΙ ΚΡΙ και Sunlight αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα εταιρειών, στις οποίες η σωστή χρήση των ασφαλιστικών υπηρεσιών εξασφάλισε τη συνέχεια και την αναπτυξιακή τους πορεία.
Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για το γεγονός ότι η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων -και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, που είναι οι περισσότερες στη χώρα μας- είναι πλήρως ανασφάλιστη, ή έστω ανεπαρκώς καλυμμένη.

«Στην Ελλάδα είμαστε ανασφάλιστοι τόσο ως εταιρείες, όσο και ως άτομα και αυτό είναι επιζήμιο τόσο από οικονομικής, όσο και από κοινωνικής άποψης. Για κάποιες επιχειρήσεις, η έννοια της ασφάλισης δεν βρίσκεται ούτε στα πρώτα εκατό πράγματα που σκέφτεται ο Διευθύνων Σύμβουλός της. Όταν όμως συμβαίνει το κακό, τότε είναι αργά» έχει δηλώσει ο Πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Για το ζήτημα της ασφαλιστικής διείσδυσης στην εγχώρια μεταποίηση, το Plant απευθύνθηκε στον Νίκο Σπυράτο, Διευθυντή Ανάληψης Κινδύνων της ασφαλιστικής εταιρείας ERGO και Υπεύθυνο Ομάδας Εργασίας Στατιστικών της Επιτροπής Περιουσίας, Μεταφορών, Σκαφών και Αντασφαλίσεων της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.
«Η ασφαλιστική διείσδυση στην Ελλάδα είναι χαμηλή, καθώς μόνο ένα 10% με 15% του συνόλου των μεταποιητικών επιχειρήσεων ασφαλίζεται στη χώρα μας. Ωστόσο, τα πράγματα βελτιώνονται, όσο μεγαλώνει το μέγεθος των εταιρειών.

Εκτιμώ ότι είναι καλυμμένο ασφαλιστικά πάνω από το 50% των εταιρειών που διαθέτει ίδια κεφάλαια υψηλότερα των δέκα εκατ. ευρώ» σημειώνει ο κ. Σπυράτος, συμπληρώνοντας: «Οι μεγάλες εγχώριες μεταποιητικές επιχειρήσεις είναι συνήθως ασφαλισμένες. Στις εταιρείες αυτές, τις αποφάσεις για τέτοια θέματα συνήθως δεν τις λαμβάνουν οι ιδιοκτήτες, αλλά τα στελέχη τους, τα οποία δεν επιθυμούν να βρεθούν εκτεθειμένα σε περίπτωση που προκληθεί μια ζημιά. Πρόκειται για ικανά στελέχη, τα οποία συχνά χρησιμοποιούν και τις υπηρεσίες εξειδικευμένων συμβούλων με αποτέλεσμα η ασφαλιστική διείσδυση να εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερη σε αυτή την κατηγορία. Επίσης, ούτε και μεγάλο πρόβλημα συνειδητής υποασφάλισης παρατηρείται στη συγκεκριμένη κατηγορία των μεταποιητικών επιχειρήσεων, καθότι αν σε κάποιες περιπτώσεις το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την τρέχουσα αξία, νομίζω ότι μάλλον αποτελεί προϊόν εσφαλμένης εκτίμησης, παρά συνειδητή απόφαση». Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εταιρείες αυτές κατανοούν τη σημασία της ασφάλισης και διαθέτουν εσωτερικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, οι οποίοι επιτρέπουν στον έχοντα την απόφαση της ασφάλισης σαφή εικόνα της επιχείρησης και της αξίας της ασφαλιστέας περιουσίας.

Πώς συμπεριφέρθηκαν, όμως, οι μεγάλες μεταποιητικές επιχειρήσεις κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και κατά την περίοδο της πανδημίας, σε σχέση με τις ασφαλιστικές τους καλύψεις;
Σύμφωνα με τον κ. Σπυράτο, πέρα από ορισμένες εταιρείες που αναγκάστηκαν να τερματίσουν την παραγωγική τους λειτουργία, οι υπόλοιπες μεγάλες μεταποιητικές εταιρείες εξακολούθησαν να καλύπτονται επαρκώς, γνωρίζοντας την αξία της ασφάλισης, ιδιαίτερα σε περιόδους υφέσεων. Βέβαια, λόγω της οικονομικής κρίσης, συχνά το ασφαλιστικό αντικείμενο περιορίστηκε, επειδή σε αρκετές κατηγορίες καλύψεων (π.χ ασφάλιση μεταφορών, διακοπής εργασιών κ.λπ.) αποτελεί συνάρτηση του επιπέδου των εκάστοτε οικονομικών επιδόσεων μιας εταιρείας. Γενικότερα, η ασφαλιστική δραστηριότητα επηρεάζεται από την πορεία του ΑΕΠ.

Η ίδια συμπεριφορά παρατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της φετινής πανδημίας. «Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί ότι στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, δεν υπάρχει κάλυψη διακοπής εργασιών λόγω του κορωνοϊού, ή άλλων μολυσματικών ασθενειών. Επίσης, θα έλεγα ότι μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων όλων των μεγεθών, σχετικά περισσότερο ασφαλισμένες είναι εκείνες που λόγω του αντικειμένου των εργασιών τους το κόστος της ασφάλισης δεν είναι μεγάλο», λεει ο κ. Σπυράτος.

Το μεγάλο ερώτημα όμως παραμένει: Μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν στο κόστος της ασφάλισης και πόσο χαμηλό ή υψηλό είναι αυτό, όταν συγκρίνεται με τις άλλες χώρες της Ευρώπης;

Αναμφίβολα, υπάρχουν μεταποιητικές εταιρείες που έχουν πιεστεί έντονα κατά τα τελευταία από τις καταστάσεις. Έτσι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, πολλές μικρού μεγέθους επιχειρήσεις διέκοψαν τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, θεωρώντας τα ως «πολυτέλεια», ή έστω ως μια από τις κατηγορίες κόστους που έπρεπε να περιορίσουν. Το ζήτημα βέβαια είναι ότι αν αυτές οι επιχειρήσεις δυσκολεύονταν να καταβάλουν τα ασφάλιστρα, σε πόσο πιο δύσκολη θέση θα βρίσκονταν σε περίπτωση που προέκυπτε μια ζημιά.

Αντίθετα, από την πλευρά τους οι μεγάλες μεταποιητικές εταιρείες κατά κανόνα ανανέωναν τα συμβόλαιά τους, πιέζοντας ωστόσο για μειώσεις τιμολογίων και ενίοτε ζητώντας ουσιαστικά την καταβολή των ασφαλίστρων σε δόσεις, μέσα από τη σύναψη συμβολαίων μικρότερης διάρκειας. Οι συνθήκες της αγοράς ήταν τέτοιες (όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών που έβλεπαν τη ζήτηση να μειώνεται), έτσι ώστε χρόνο με το χρόνο τα ασφάλιστρα υποχωρούσαν, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μέσα στη δεκαετία μια σωρευτική μείωση του κόστους ασφάλισης της τάξεως του 30% έως 40%.
Κάποιοι μάλιστα από τον ασφαλιστικό κλάδο, θέλοντας να στηλιτεύσουν τις επιθετικές πολιτικές κάποιων ανταγωνιστών τους είχαν κάνει (off the record) αναφορές για «κανιβαλισμό της αγοράς» (πάντως, οι εποπτικοί δείκτες των εγχώριων ασφαλιστικών εταιρειών είναι υψηλοί). Και εκεί που το 2019 είχαν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις για μια περιορισμένη ανάκαμψη των τιμολογίων, ήρθε η φετινή πανδημία για να διακόψει οποιαδήποτε σχετική τάση.
«Τα τιμολόγια που προσφέρονται στις εγχώριες μεταποιητικές επιχειρήσεις είναι σαφώς ανταγωνιστικά, σε σχέση με αυτά που προσφέρονται για τις ίδιες καλύψεις σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Είναι μια επιθετική τιμολογιακή πολιτική των ασφαλιστικών κλάδου που είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της πολυετούς κρίσης και της πανδημίας. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές, όπου λόγω των χαμηλών τιμών, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να πείσουν ως προς το ύψος του ασφαλίστρου τους ξένους αντασφαλιστές τους, προκειμένου να συνεργαστούν» υποστηρίζει ο κ. Σπυράτος.

ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΛΥΨΕΙΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ
Βαρύνουσα σημασία για το θέμα «ασφαλιστικές καλύψεις και μεταποίηση στην Ελλάδα» έχουν και οι απόψεις του Χρήστου Αχή, Εκτελεστικού Συμβούλου Διοίκησης της Ορίζων Ασφαλιστική, μιας εταιρείας που εξειδικεύεται κυρίως σε εμπορικούς και βιομηχανικούς κινδύνους.
Ο κ. Αχής, μεταξύ άλλων, θέτει ως σημαντικό ζήτημα την επικαιροποίηση των ασφαλιζόμενων αξιών, έτσι ώστε σε περίπτωση ζημιάς η επιχείρηση να αποζημιωθεί δίκαια και στο ακέραιο. Επίσης, σημειώνει πως η έλευση της τρέχουσας πανδημίας φέρνει στην επιφάνεια ανάγκες που πολύ λίγοι έδιναν σημασία κατά το παρελθόν.

Σύμφωνα με τον κ. Αχή, «oι περισσότερες βιομηχανίες και βιοτεχνίες της χώρας έχουν μια σχετικά ικανοποιητική ασφαλιστική κάλυψη, όσον αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις και το περιεχόμενο τους, σε αντίθεση με άλλους τομείς της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούνται σημαντικά προβλήματα σε επίπεδο επικαιροποίησης των ασφαλιζόμενων αξιών των περιουσιακών τους στοιχείων. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό οφείλεται στη λάθος κουλτούρα που υπάρχει πολλές φορές και θεωρεί την ασφάλιση σαν μια «δυσάρεστη» υποχρέωση και ως εκ τούτου από τη στιγμή που ασφαλίστηκε ένας κίνδυνος, αντιμετωπίζεται σαν κάτι στατικό και όχι ζωντανό.

Η λειτουργία μιας επιχείρησης, οι διαδικασίες της, οι μεταβολές στον εξοπλισμό της, τα μέτρα προστασίας που λαμβάνει μπορεί να εξελίσσονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Για να είναι πάντα ορθά ασφαλισμένος ένας κίνδυνος, κρίνεται απαραίτητη η συστηματική επικοινωνία και ενημέρωση των ασφαλιστών για κάθε αλλαγή που πιθανόν να έχει συμβεί σε μια επιχείρηση. Έτσι, σε περίπτωση ζημιάς, η εταιρεία θα αποζημιωθεί δίκαια.

Στην ερώτηση αν υπάρχουν ασφαλιστικές καλύψεις στις οποίες οι παραγωγικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση, ο κ. Αχής επισημαίνει: «Μια πολύ σημαντική κάλυψη, που πολλές επιχειρήσεις είτε αγνοούν γιατί κανείς δεν τους ενημέρωσε για αυτή είτε τη θεωρούν αρκετά ακριβή, είναι η απώλεια κερδών σε περίπτωση επέλευσης καλυπτόμενου κινδύνου. Η δυνατότητα να αποζημιωθούν για την απώλεια των εσόδων τους για όσο διάστημα θα διακοπεί η παραγωγική τους δραστηριότητα μέχρι να αποκατασταθεί η υλική ζημία που υπέστησαν οι εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα της, εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά της και την προστασία των εργαζομένων της, ό,τι και αν έχει συμβεί».

Σύμφωνα με τον Εκτελεστικό Σύμβούλο Διοίκησης της Ορίζων Ασφαλιστική, η έλευση της πανδημίας και οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν επηρέασαν τόσο το μίγμα των ασφαλιστικών αναγκών μιας επιχείρησης, όσο ότι έφεραν στην επιφάνεια ανάγκες που κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία κατά το παρελθόν, όπως για παράδειγμα την ασφάλιση κατά των κυβερνοκινδύνων (Cyber risks policy), ή την ασφάλιση ευθύνης στελεχών και μελών διοικητικών συμβουλίων.
«Οι κίνδυνοι από φυσικές καταστροφές υπήρχαν και θα υπάρχουν και μετά την πανδημία. Μέσα, όμως, από αυτή την αλλαγή της καθημερινότητας μας αναδύονται νέες ανάγκες, όπως οι προαναφερόμενες, για τις οποίες όλοι οι άνθρωποι της ασφαλιστικής αγοράς είμαστε υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε το κοινό» σημειώνει ο κ. Αχής.

Εν κατακλείδι, μόνο εταιρείες που αποζημιώθηκαν, στη συντριπτική πλειοψηφία εκτίμησαν την αξία της σωστής ασφάλισης και διέθεσαν χρόνο και ενδεχομένως υψηλότερο μέρος του budget τους για να εξασφαλίσουν σωστά την επιχείρηση τους.
«Προφανώς, εμείς οι άνθρωποι της αγοράς κάνουμε κάτι λάθος, με αποτέλεσμα να έχει αποτυπωθεί αυτή η κουλτούρα. Εμείς, λοιπόν, πρέπει να βρούμε τη λύση στο πώς το ασφαλιστικό προϊόν, θα εκληφθεί για όλα τα θετικά χαρακτηριστικά του όπως στην πλειοψηφία του Δυτικού κόσμου και όχι σαν μια δυσβάσταχτη υποχρέωση», καταλήγει ο κ. Αχής.•

Νίκος Σπυράτος, Διευθυντής Ανάληψης Κινδύνων της ασφαλιστικής εταιρείας ERGO, Υπεύθυνος Ομάδας Εργασίας Στατιστικών της Επιτροπής Περιουσίας, Μεταφορών, Σκαφών και Αντασφαλίσεων της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος

«Η ασφαλιστική διείσδυση στην Ελλάδα είναι χαμηλή, καθώς μόνο ένα 10% με 15% του συνόλου των μεταποιητικών επιχειρήσεων ασφαλίζεται στη χώρα μας»

Χρήστος Αχής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Διοίκησης της Ορίζων Ασφαλιστική

«Μια σημαντική κάλυψη που πολλές επιχειρήσεις αγνοούν γιατί κανείς δεν τους ενημέρωσε, είναι η απώλεια κερδών σε περίπτωση επέλευσης καλυπτόμενου κινδύνου»